- ναγάνα
- η(κτην.) βλ. ναγκάνα.
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
ναγκάνα — και ναγάνα, η (κτην.) τρυπανοσωμίαση, ζωονόσος τών βοοειδών και τών ιπποειδών, η οποία προκαλείται από μαστιγοφόρα παράσιτα τού γένους τρυπανόσωμα. [ΕΤΥΜΟΛ. Μεταφορά στην ελλ. ξεν. όρου, πρβλ. αγγλ. nagana < u nakane, λ. τής γλώσσας τών Ζουλού … Dictionary of Greek